«Πώς ξέρουμε αν/ή πότε είμαστε έτοιμοι για μια νέα πρόκληση; Τί μας δείχνει αν/πότε είμαστε έτοιμοι;…και πιο συγκεκριμένα στο πλαίσιο της θεραπευτικής πρακτικής: πώς ξέρουμε αν/πότε είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε μια νέα συνεργασία με έναν ή περισσότερους θεραπευόμενους; »
Κάνω την καθιερωμένη μου βόλτα στην παραλία μετά το τέλος των σημερινών πρωινων ραντεβού. Στο μυαλό μου στροβιλίζει αυτός ο προβληματισμός που τέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησής μας με μια εποπτευόμενή μου και μια σειρά από σκέψεις συνοδεύουν τον περίπατό μου.
Αναρωτιέμαι για την δική μου εμπειρία και την εμπειρία άλλων θεραπευτών.
Τί παρατηρούμε να σηματοδοτεί την πορεία της ετοιμότητάς μας και τι θα θέλαμε να την προσδιορίζει; Έχει να κάνει με τα χρόνια δουλειάς; Με τον αριθμό των πτυχίων; Με τις εργατοώρες θεραπευτικής πρακτικής για διαφορετικά ζητήματα;
Και αν θεωρησουμε ότι κάπου στην επαγγελματική μας διαδρομή υπάρχει (ή θα υπάρξει μελλοντικά) ένα σημείο όπου κατοικοεδρεύει η αίσθηση ετοιμότητας για νέες προκλήσεις, τότε πώς ξέρουμε ότι έχουμε φτάσει εκεί; Τί είναι αυτό που μας δείχνει ότι έχουμε φτάσει; Φτάνουμε εκεί μόνοι μας; Οι ανθρωποι που μας προσκαλούν σε συνεργασία έχουν φτάσει εκεί πριν από τους θεραπευτεέ;
Ή ετοιμοτητα είναι προορισμός ή διαδρομη που παίρνουμε μαζί με τους θεραπευόμενους σε μια διαδικασία εξέλιξης της θεραπευτικής συζήτησης και σχέσης;
Πίσω από αυτόν τον προβληματισμό, ξεχωρίζει για μένα ένα ακόμα πιθανό ερωτημα που αναρωτιέμαι αν διακριτικά μπορεί να κοντοστέκεται δίπλα μας…
Αν θεωρήσουμε ότι η ίδια η θεραπεύτρια (ή η επόπτρειά της) είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να ορίσει το σημείο ετοιμότητας της, τότε πού βρίσκονται οι προσερχόμενοι στην θεραπεία; Είναι κάθε θεραπευτης/τρία μόνος/η του/της σε αυτό;
Η ετοιμότητα είναι κατι που ξεκινά και τελειώνει στον/στην θεραπευτή/τρία ή μήπως είναι κατι που γεννιέται σχεσιακα;
Καθώς το λέω αυτό, σκέφτομαι τί διαφορά μπορεί να κάνει στον τρόπο που σχετιζόμαστε με την ιδέα της «ετοιμότητας» αν σκεφτούμε το ενδεχόμενο ότι η πρακτική μας και η σχέση μας με τις θεραπευτικές μας ικανότητες δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία.
Τί μπορεί να συμβεί αν κρατάμε πάντα ανοιχτή την δυνατότητα να επανα-επισκεφτούμε, να επανεξετάσουμε, να επανα-εμπλακούμε και να αναγνωρίσουμε στιγμές στην εξέλιξη της θεραπευτικής διαδικασίας που πιθανά σκοντάψαμε, πέσαμε πάνω σε τοίχους ή δρομάκια που αποπροσανατόλισαν την κουβέντα;
Πώς θα ήταν να δουλέψουμε και πάλι ΜΑΖΙ με τον άνθρωπο/οικογένεια/ομάδα ώστε να επανατοποθετηθούμε με έναν τρόπο που θα βοηθήσει να ευθυγραμμιστούμε με τις, από κοινού ορισμένες, προθέσεις, για την συγκεκριμένη θεραπευτική συζήτηση και συνολική συν-έρευνα;
Γιατί αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε να τιμήσουμε την κατανόηση της Αφηγηματικής ότι οι άνθρωποι είναι ειδικοί στην ζωή τους, τότε ίσως βοηθήσει να προβληματιστούμε σχετικά με το τί θα σήμαινε να προσεγγίσουμε την πρακτική μας από την θέση «του μη γνωρίζοντος» και να προσκαλέσουμε την δημιουργία μιας θεραπευτικής σχέσης που να ταιριάζει με την «αποκεντρωμένη και επιδραστική», συνεργατική στάση της Αφηγηματικής θεραπείας.
Πώς μπορούμε ως θεραπευτές να συμπεριλάβουμε τον εαυτό μας σε αυτήν την συνεργασία με τρόπους που δίνουν προσοχή στο μοίρασμα «χώρου», δύναμης και δυνατοτήτων συν-έρευνας;
Η βόλτα συνεχίζεται και με κάθε κυματάκι που σκάει στην παραλία βλέπω καποιες από τος ιδεες της Αφηγηματικής να ξεπροβάλλουν μπροστά μου: co-research, ethic of collaboration, ethics of care, micro-practices of attending to power, practices of accountability κτλ.
Και ίσως τελικά το ερώτημα να μετατοπίζεται πίσω στα θεμέλια της σχέσης που αναπτύσσουμε (ή θέλουμε να αναπτύξουμε) με την πρακτική μας, με τις ιδέες της Αφηγηματικής και με τους ανθρώπους που γενναιόδωρα μας συστήνουν στις ιστορίες τους.