
Τον όρο μη-εξαγωγικό (non-extractive) τον κουβαλώ μέσα στην πρακτική μου όχι ως θεωρητική ιδέα, αλλά ως μια ηθική και πολιτική στάση, ριζωμένη στη δική μου σχέση με τον φεμινισμό και τις αποαποικιοκρατικές πρακτικές. Για μένα, το μη-εξαγωγικό μιλάει για μια βαθιά δυσανεξία απέναντι στις λογικές που αντιλαμβάνονται τη γη, τα σώματα, τις γνώσεις και τις εμπειρίες ως πηγές προς εκμετάλλευση.
Έχω ζήσει στο σώμα μου τι σημαίνει να μετριέται η αξία σου με βάση το τι μπορεί να “παρθεί” από αυτό. Και έτσι, επιθυμώ οι θεραπευτικές μου σχέσεις να γίνονται τόποι όπου αυτή η λογική αντιστρέφεται· όχι χώροι εξόρυξης, αλλά χώροι συν-δημιουργίας.
Από τη συλλογή πληροφοριών στη συν-έρευνα
Δεν αντιμετωπίζω τις ιστορίες, τις λέξεις ή τις εμπειρίες των ανθρώπων ως “πόρους” πάνω στους οποίους μπορώ να οικοδομήσω κάτι. Αντίθετα, προσπαθώ να παραμένω σε σχέση με την ιδέα ότι αυτές ανήκουν σε εκείνους που τις φέρουν.
Ο ρόλος μου δεν είναι να συλλέγω, αλλά να συν-ερευνώ· να περπατώ δίπλα στους ανθρώπους στις προσπάθειές τους να δώσουν νόημα στις εμπειρίες τους.
Αυτή η συν-έρευνα δεν είναι μια διαδικασία συλλογής δεδομένων, ούτε ψυχο-εκπαίδευση. Αντίθετα, σηματοδοτεί μια μετατόπιση — από την ενσυναίσθηση προς μια μορφή «εθνογραφίας», με την πρόθεση, δηλαδή, αντί να ασκώ την πρακτική μου «πάνω» στον άνθρωπο να στέκομαι «δίπλα» του ως συνοδοιπόρος στις προσπάθειες νοηματοδότησης.
Ίσως ενσυναίσθηση δεν είναι τόσο το να προσπαθούμε να μπούμε στα παπούτσια του άλλου, όσο το να αναγνωρίζουμε τι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε — και να μένουμε σε επίγνωση των προνομίων και της δύναμης που αντλούμε από τη δική μας κοινωνική θέση, καθώς και πώς αυτό διαμορφώνει τις υποθέσεις που κάνουμε για τις εμπειρίες των άλλων. Μέρος της ευθύνης που αναλαμβάνω ως θεραπεύτρια είναι να κάνω ορατές στην θεραπευτική συζήτηση αυτές τις υποθέσεις δίνοντας χώρο στον άνθρωπο να τις αξιολογήσει με βάση τις δικές του κατανοήσεις και νοήματα.
Οι ερωτήσεις μου στις θεραπευτικές συνομιλίες γεννιούνται με την πρόθεση να ανοίξουν χώρο για νέες εμπειρίες, όχι για να συλλέξω πληροφορίες, να συναισθανθώ, να ερμηνεύσω ή να εξαγάγω συμπεράσματα μέσα από μια θέση «ειδικούς» στη ζωή των προσερχόμενων στην θεραπεία.
Ας «χαθούμε» μαζί
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, θεραπεύτρια και θεραπευόμενα δεν υπάρχουμε ως πλήρως αυτόνομα ή πλήρως συγχωνευμένα όντα· κινούμαστε σε έναν ενδιάμεσο, ρευστό χώρο.
Με ενδιαφέρει να δημιουργούνται συνθήκες ασφάλειας που επιτρέπουν να “χαθούμε” σε μια πορεία εμπρόθετης συνέρευνας· να μην γνωρίζουμε εκ των προτέρων, αλλά να προχωρούμε μέσα στην αβεβαιότητα. Εκεί, στο άγνωστο, συχνά αναδύεται το απρόβλεπτο, το ανοίκειο — και μαζί του, η ζωντανή δυνατότητα για κάτι νέο.
Οι θεραπευτικές αυτές συνομιλίες μοιάζουν περισσότερο με μια μορφή δημιουργικού αποπροσανατολισμού παρά με τη χάραξη μιας προ-αποφασισμένης πορείας. Με συγκινούν βαθιά οι δυνατότητες που βλέπω καθημερινά να αναδύονται όταν επιλέγουμε να παραμένουμε μαζί σε αυτή την ακαθόριστη κίνηση και την αποφασιστική συνύπαρξη.
Η αντίσταση στη λογική της εξόρυξης στην ίδια την κοινότητα των θεραπευτών
Αυτές οι σκέψεις και πρακτικές αναδύθηκαν ιδιαίτερα μέσα από τα εργαστήρια που συντονίζω με θεραπευτές, όπου μαζί διερευνούμε πώς αντιστεκόμαστε στις κυρίαρχες ιδέες της κλινικής κουλτούρας και του επαγγελματισμού.
Ξέρω πως ούτε εμείς οι θεραπευτές είμαστε έξω από τα ίδια συστήματα που μας ωθούν να υπάρχουμε με όρους παραγωγικότητας, αποδοτικότητας και “σωτηρίας”. Η βιομηχανία της ψυχικής υγείας λειτουργεί μέσα στη λογική της εξαγωγής· αποσπά την εργασία μας, την προσοχή μας, τις ενσώματες γνώσεις και εμπειρίες μας, μετατρέποντάς τα σε μετρήσιμες αξίες.
Μόνο τότε μάς παραχωρεί κύρος, αναγνώριση ή στήριξη. Αυτό είναι ένα βάρος που κουβαλώ συνειδητά. Και γι’ αυτό, όλο και περισσότερο αναγνωρίζω τη διάκριση ανάμεσα στη βιομηχανία της ψυχικής υγείας και στις κοινότητες μέσα στις οποίες συναντώ ανθρώπους. Οι δεύτερες με μαθαίνουν άλλους ρυθμούς συνύπαρξης· ρυθμούς αντίστασης απέναντι σε μια κουλτούρα επιτάχυνσης που αποσπά τη ζωή από τα σώματα και τις σχέσεις.
Τί μπορει να προσφέρει η Αφηγηματική θεραπεία
Η προσέγγιση του να «μένω μαζί» με τον άνθρωπο στην κλιμάκωση της συν-έρευνας — από μια θέση αποκεντρωμένη, αλλά επιδραστική — είναι για μένα μια ριζοσπαστική επιλογή πολιτικής ανυπακοής. Είναι μια πράξη αντίστασης στον αποικιοποιημένο χρόνο, στις πιέσεις για αποτελεσματικότητα, στις επιταγές να “παράγω” θεραπεία.
Είναι μια υπενθύμιση πως η θεραπεία δεν είναι χώρος σωτηρίας, αλλά ένας χώρος συνεργατικής μετακίνησης — από το γνωστό και οικείο προς αυτό που γίνεται δυνατό. Μια μετακίνηση από το είμαστε στο γινόμαστε.
Σε ένα νεοσύστατο σύστημα τεχνοκρατικής φεουδαρχίας που μας θέλει να αντιδρούμε με scroll σε βίντεο 15 δευτερολέπτων, η αφηγηματική θεραπεία μπορεί να σταθεί ως πράξη αντίστασης. Με συγκινεί να συνοδεύω τους ανθρώπους στη μετάβαση από την εξάντληση στη φαντασία και στην προτιμώμενη δράση· να γίνομαι μάρτυρας του τρόπου που επιλέγουν να κατοικήσουν τον χρόνο διαφορετικά.
Μέσα στα ερείπια του νεοφιλελευθερισμού, δεν φαντασιώνομαι τον ρόλο μας ως θεραπευτριών που «θεραπεύουν», αλλά ως συμμετεχουσών σε πράξεις φαντασίας. Αυτό σημαίνει επίσης, αναζήτηση κοινοτικών αφηγήσεων αλληλεγγύης και συλλογικής δημιουργικότητας.
Γιατί η φαντασία κατά την γνώμη μου, όπως τη βιώνω στην θεραπευτική μου πρακτική, αποτελεί τον λιγότερο αποικιοποιημένο τόπο της εμπειρίας μας (ευτυχώς!). Εκεί συνεχίζουμε να συν-κατασκευάζουμε νόημα μέσα στην αργή, ενσώματη, σχεσιακή και μη-εξαγωγική κίνηση της συν-έρευνας.