Θέμα: Η νοοτροπία του όχλου με αφορμή την υπόθεση παιδοκτονίας στην Πάτρα
Ραδιοφωνική Eκπομπή: «Στο Κόκκινο» 105,5 με τον Δημήτρη Κουκλούμπερη
Από την σκοπιά της ψυχολόγου θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιοι παράγοντες της ψυχοσύνθεσης του ατόμου θεωρείτε θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τόσο φριχτά εγκλήματα, μια μάνα να κατηγορείται ότι σκότωσε το παιδί της.
Νομίζω ότι είναι εύκολο να πέσουμε στην παγίδα να κάνουμε «ψυχολογικά προφίλ» ή να βγάλουμε συμπεράσματα για τα κίνητρα ή τις προθέσεις ή την νοηματοδότηση που έχει προσδώσει η δράστης στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, αλλά θα πρότεινα να είμαστε εγκρατείς σε σχέση με αυτό από την στιγμή που δεν έχουμε έρθει σε επαφή πρόσωπο με πρόσωπο με τους εμπλεκόμενους σε μια θεραπευτική διαδικασία.
Παρ’όλα αυτά αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι η παιδοκτονία εντάσσεται στα πλαίσια της παιδικής κακοποίησης που εκδηλώνεται στην πιο ακραία μορφή της. Νομίζω ότι ο μυστηριώδης θάνατος ή ενδεχομένως φόνος τριών μικρών παιδιών, εάν και εφόσον αποδειχθεί κάτι τέτοιο, ακουμπά τις πιο ευαίσθητες χορδές της κοινωνικής ανοχής μπροστά στην αδικία της κακοποίησης και της αμέλειας και συντελεί σε μια δυσκολία νοηματοδότησης ενός εγκλήματος που για το κοινό αίσθημα ακροβατεί στα όρια του αδιανόητου.
Πρόκειται λοιπόν για ένα σκανδαλώδες έγκλημα που θα μου επιτρέψετε όμως να επισημάνω ότι έρχεται να προστεθεί την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή σε ένα συνεχές γεγονότων κακοποίησης και κατάχρησης εξουσίας που παρακολουθούμε τον τελευταίο διάστημα είτε αυτό εκφράζεται με την μορφή του πολέμου στην Ουκρανία, την προσφυγιά, είτε εκδηλώνεται με τις γυναικοκτονίες, τους βιασμούς, τον εργασιασκό και σχολικό εκφοβισμό και όλες τις μαρτυρίες που καταθέτουν άνθρωποι δημόσια και βλέπουμε καθημερινά να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας μέσω των ΜΜΕ.
Έχω την αίσθηση ότι με όλα αυτά υπάρχει μια συσσωρευμένη συλλογική οργή σε σχέση με τα κακοποιητικά φαινόμενα, η οποία εκφράζεται με πολλαπλούς τρόπους, άλλοτε εποικοδομητικούς και άλλοτε όχι, θα έλεγα έως και επικίνδυνους.
Λέτε για την οργή, τις αντιδράσεις της υπόλοιπης κοινωνίας που προφανώς όλοι σοκάρονται και οργίζονται αλλά είναι διαφορετικό το φαινόμενο να συγκεντρώνονται άνθρωποι έξω από ένα σπίτι να ζητούν να λινσταριστεί ή να θανατωθεί ένα πρόσωπο, όπως το φαινόμενο του όχλου.
Μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτήν την οργή με πολλαπλές αναγνώσεις, ναι μέσω της νοοτροπίας του όχλου και μπορούμε επίσης να αναγνωρίσουμε και μια ίσως πιο ελπιδοφόρα πλευρά αυτής της οργής. Ως προς την ελπιδοφόρα πλευρά, παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα και μια αυξημένη επαγρύπνηση απέναντι σε κάθε λογής κακοποιητικά φαινόμενα.
Νομίζω ότι έχει αξία σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε την σημαντικότατη συμβολή των φεμινιστικών κινημάτων που βεβαίως έχουν μια μακρά ιστορία αγώνων, αλλά ένα από τα παρακλάδια της εξέλιξης τους φαίνεται να έγινε περισσότερο γνωστό στην Ελλάδα με την μορφή του “me too” και αμφισβήτησε το ανυπόστατο στερεότυπο της δυνατότητας να παραμένουμε ουδέτεροι μπροστά στην κατάχρηση εξουσίας. Τί μας υπενθύμισε το «me too»; Ότι όταν γινόμαστε μάρτυρες κακοποίησης υπάρχει ενδεχομένως η δυνατότητα να «κάνουμε φασαρία», ει δυνατόν δεν το αφήνουμε να περάσει, δεν επιτρέπουμε την κανονικοποίση της «κατάχρησης εξουσίας». Όπως ξέρουμε «Η ουδετερότητα βοηθάει πάντα τον καταπιεστή, ποτέ το θύμα».
Νομίζω, λοιπόν, ότι η αίσθηση κατ’επείγοντος που εκφράζει το κοινωνικό σύνολο για την απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση της Πάτρας αποκτά διαιίτερη σημασία αν τη δούμε μέσα από το πρίσμα αυτής της ευρύτερης κοινωνικής συνθήκης.
Βεβαίως όπως αναφέρατε η κοινωνική και συλλογική αυτή οργή μπορεί να εκφραστεί και μέσω του όχλου, την οποία παρατηρήσαμε έξω από το σπίι της φερόμενης ως δράστη…εικόνες που μου θύμισαν κάτι από το Κολοσσαίο, ή την εποχή του Μεσαίωνα.
Ναι, γιατί καταδίκη προφανώς και θέλουμε να υπάρξει, αλλά ποιος θα την κάνει την καταδίκη; Θα την κάνει ο καθένας μεμονωμένα ή όποιος πάει έξω από το σπίτι ή η δικαιοσύνη και οι θεσμοί;
Πολύ καίρια ερωτήματα θαρρώ. Ο όχλος δημιουργεί μια πλατφόρμα συγκάλυψης του ατόμου πίσω από το πλήθος το οποίο δείχνει ένα στιγμιαίο ενδιαφέρον, παράλληλα όμως προσκαλείται στην θέση του τιμωρού ή αυτού που ζητά την τιμωρία.
Καθώς λοιπόν συμμετέχει στην μάζα παρατηρούμε μερικές φορές να εμπλέκεται παράλληλα σε μια προσπάθεια απόδειξης της δικής του ηθικής υπεροχής.
Αυτή η προσπάθεια διαφοροποίησης φαντάζει σχεδόν απαραίτητη στα πλαίσια μιας τοπικής κοινωνίας που ζει δίπλα, σε απόσταση αναπνοής από την «πράξη του δράματος».
Μοιάζει σαν ο συμμέτοχος της οχλαγωγίας να κάνει μια συμβολική δήλωση «εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό στην οικογένειά μου», «επειδή είμαστε συντοπίτες, γείτονες, μητέρες κτλ μη με βάζετε στο ίδιο τσουβάλι με αυτούς». Καταδεικνύουμε τον άλλο, κάνουμε αυτό που λέμε στην ψυχολογία “othering”.
Μέσα από το πέπλο προστασίας ενός απροσπέλαστου πλήθους, το άτομο μπορεί να αποδώσει μια σειρά από χαρακτηρισμούς και ερμηνείες στην δράστη και την οικογένειά της, π.χ το τέρας, η «δυσλειτουργική» οικογένεια, η μάγισσα, η διαταραγμένη προσωπικότητα.
Όσο πιο μεγάλη η ένταση με την οποία δείχνουμε «τον άλλο», σαν ένα υποκείμενο πέρα από εμάς, ξένο, διαφορετικό και ανοίκειο, όσες περισσότερες κατηγορίες του αποδίδουμε, τόσο μεγαλύτερη φαντάζει η ηθική υπεροχή του ατόμου που ενσωματώνεται στην απρόσωπη μάζα ανθρώπων.
Και να ολοκληρώσουμε έτσι συμπερασματικά, αυτό που θα μας πείτε…
Ποιο είναι ίσως από τα πιο επικίνδυνα χαρακτηριστικά της πρακτικής του όχλου; Η προσωποποίηση του κακού και εδώ αξίζει να σταθούμε. Όταν ταυτίζουμε το κακό με ένα συγκεκριμένο υποκείμενο ή οικογένεια και αποδίδουμε στο δράστη γενικευμένα χαρακτηριστικά Μήδειας , ψυχοπαθολογίας και δεισιδαιμονιών, τότε η δράστης ιδιωτικοποιείται την ευθύνη του κακού. Δείχνουμε το κακό με το δάχτυλο και περιοριζόμαστε σε χαρακτηρισμούς όπως «τέρας», το οποίο όμως ουσιαστικά κλείνει την περαιτέρω συζήτηση..
Διότι όταν τελειώσει η περίοδος εμπορευματοποίησης της υπόθεσης, τότε απλά θα έχει περάσει στο ιστορικό των εγκληματολογικών ερευνών ως ένας ακόμα φάκελος που έκλεισε , θα καταγραφεί στο συλλογικό νου ως άλλη μια μεμονωμένη συνταρακτική υπόθεση της ελληνικής κοινωνίας που θα έχουμε να θυμόμαστε σχεδόν αποστασιοποιημένα. Είναι σαν να μπαίνουμε στην λογική αφού κλείσαμε τον κακό στην φυλακή, τώρα πια και η ζωή μας μπορεί να συνεχιστεί κανονικά.. σαν ότι έγινε να πέρασε και να μην ακούμπησε.
Καθώς στρέφουμε το βλέμμα μας στο άτομο ως την προσωποποίηση του απόλυτου κακού, από πού αποστρέφουμε το βλέμμα μας, τί διαφεύγει της προσοχής μας; Η συλλογική μας ευθύνη, η ευθύνη του ευρύτερου περίγυρου.
Ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία!
(Το τέλος της συνέντευξης ακολουθούν κάποιες συμπληρωματικές σκέψεις)..
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που συντηρεί τη νοοτροπία του όχλου είναι η ανωνυμία. Ο όχλος δεν έχει πρόσωπο, δεν κρατά το άτομο υπόλογο των πράξεών του και αυτό του δίνει χώρο να αναπαράγει την βία, να φωνάξει, να βρίσει, να γράψει συνθήματα όπως «θάνατος», να λινστάρει, να εκφράσει κτηνωδίες έχοντας μάλιστα την ψευδαίσθηση ότι διαφοροποιείται από αυτό το οποίο κατακρίνει.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι είναι η ίδια προσέγγιση που στην υπόθεση του Ζακ οδήγησε τους περαστικούς να στέκονται αμέτοχοι, απαθείς μπροστά στο λινστάρισμα μέχρι θανάτου που υπέστη αυτός ο άνθρωπος.
Κάθε φορά που γινόμαστε μάρτυρες μια μορφής κακοποίησης, ακόμα και όταν εκδηλώνεται με την μορφή ενός ειδεχθούς εγκλήματος, ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά σε μια ανοιχτή πρόσκληση να αποφασίσουμε τί θέση θέλουμε να πάρουμε. Θέλουμε να αναπαράγουμε την κουλτούρα της βίας και της απάθειας που χαρακτηρίζει το έγκλημα ή θέλουμε να κρατήσουμε μια διαφορετική στάση;
Όταν δουλεύω με ανθρώπους που έχουν υποστεί κακοποίηση και τους ρωτώ για μικρά βήματα που μπορεί να έχουν κάνει στην προσπάθειά τους να αντισταθούν έστω και ελάχιστα στην κακοποίηση που υπέστησαν ή στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις συνέπειες της κακοποίησης στην ζωή τους, μια από τις πιο σημαντικές μορφές αντίστασης που μπορεί να αναγνωρίσει το άτομο για τον εαυτό του είναι ο βαθμός στο οποίο αρνήθηκε να συμμετέχει στην διαιώνιση της βίας, η άρνησή του να μεταφέρει την ίδια κακοποιητική συμπεριφορά στον αδερφό του, στο φίλο του, την μετέπειτα σύντροφό του. Η πρόθεσή του να απεγκλωβιστεί με κάποιο τρόπο από αυτόν τον φαύλο κύκλο της κουλτούρας της βίας. Η συνειδητή θέση που παίρνει όταν εκφράζει την επιθυμία να γίνει άλλου τύπου άντρας, σύντροφος, πολίτης.
Και αυτό νομίζω ότι είναι σημαντικό να το έχουμε στο νου μας όταν σκεφτόμαστε τί είδους αξίες υποστηρίζουν την οργή μας απέναντι σε φαινόμενα κακοποίησης και πώς αποφασίζουμε να εκφράσουμε αυτές τις αξίες είτε αναφερόμαστε στην οργή που προκαλεί η υπόθεση της Πάτρας, είτε τις μεταφέρουμε μαζί μας στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και στην καθημερινότητά μας.